- μελένιος
- -α, -ο [μέλι]1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι ή ζυμωμένος με μέλι («χαλβάς μελένιος»)2. αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, ο μελής3. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («και το κρουστό σου το κορμί και το μελένιο στόμα», Παλαμ.).
Dictionary of Greek. 2013.